- ὑπέρμορα
- ὑπέρμορ-α, Adv.A = ὑπέρμορον or ὑπὲρ μόρον (v.
μόρος 1
), Il.2.155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόρος 1
), Il.2.155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέρμορα — indeclform (adverb) ὑπέρμορον indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρμορα — Α επίρρ. ὑπέρμορον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρμορον, κατά τα επιρρ. σε α] … Dictionary of Greek
ὑπέρμορ' — ὑπέρμορα , ὑπέρμορα indeclform (adverb) ὑπέρμορα , ὑπέρμορον indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)